αποταμιεύω

αποταμιεύω
αποταμιεύω, αποταμίευσα βλ. πίν. 19

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποταμιεύω — (Μ ἀποταμιεύω, Α ομαι) συγκεντρώνω και φυλάσσω κάτι, εναποθηκεύω νεοελλ. 1. κάνω αποταμίευση 2. συσσωρεύω γνώσεις μσν. ( ομαι) συγκρατώ στη μνήμη …   Dictionary of Greek

  • αποταμιεύω — ίευσα, ιεύτηκα, ιευμένος 1. εναποθηκεύω: Τα δέντρα αποταμιεύουν στις ρίζες τους ουσίες χρήσιμες για την ανάπτυξή τους. 2. φυλάγω ένα μέρος από τα εισοδήματά μου για μελλοντικές ανάγκες ή για σχηματισμό κεφαλαίου: Αυτή τη χρονιά αποταμίευσα αρκετά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …   Dictionary of Greek

  • περιποιώ — περιποιῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. παρέχω, δίνω (α. «η παρουσία σας μάς περιποιεί μεγάλη τιμή» β. «σφόδρ ἄν Αρτεμισίαν πειραθῆναι περιποιῆσαι Ῥόδον αὐτῷ», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. (κυρίως το μέσ.) περιποιούμαι και περιποιέμαι α) παρέχω περιποίηση, εξυπηρετώ,… …   Dictionary of Greek

  • θησαυρίζω — (ΑΜ θησαυρίζω) [θησαυρός] αποταμιεύω, αποθησαυρίζω («ἐν ἀσφαλείη τὰ χρήματα θησαυρίζειν», Ηρόδ. νεοελλ. καταρτίζω συλλογή («θησαυρίζω τις παροιμίες») νεοελλ. μσν. 1. (αμτβ.) πλουτίζω, σχηματίζω θησαυρό, έχω ή αποκτώ περιουσία 2. (μτβ.) κάνω… …   Dictionary of Greek

  • προσπεριποιώ — έω, Α (ιδίως σχετικά με χρήματα) βάζω κατά μέρος, αποταμιεύω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + περιποιῶ «αποταμιεύω»] …   Dictionary of Greek

  • ταμιεύω — ΝΑ [ταμία / ταμίας] 1. εκτελώ χρέη ταμία, είμαι ταμίας («ταμιεύουσι δὲ καὶ στρατηγοῡσι καὶ τὰς μεγίστας ἀρχὰς ἄρχουσιν ἀπὸ μεγάλων», Αριστοτ.) 2. αποταμιεύω αρχ. 1. (στην αρχ. Ρώμη) διαχειρίζομαι το δημόσιο ταμείο («ταμιεύων συχνά τών δημοσίων… …   Dictionary of Greek

  • αποθέτω — (AM ἀποτίθημι, Μ κ. ἀποθέτω) 1. τοποθετώ, βάζω 2. αφήνω κάτι κατά μέρος 3. αποθηκεύω, αποταμιεύω νεοελλ. 1. τοποθετώ κάτι σε χαμηλή επιφάνεια, το αφήνω κάτω 2. μτφ. εμπιστεύομαι, στηρίζω κάτι σε κάποιον αρχ. Ι. 1. (για παιδιά) εγκαταλείπω,… …   Dictionary of Greek

  • αποθησαυρίζω — (AM ἀποθησαυρίζω) αποθηκεύω, αποταμιεύω νεοελλ. 1. συγκεντρώνω, συσσωρεύω υλικά ή πνευματικά αγαθά 2. (για λέξεις) καταγράφω αθησαύριστες λέξεις, καταρτίζω λεξικό …   Dictionary of Greek

  • αποταμίευση — Στην οικονομία, είναι η πράξη με την οποία ένα άτομο διαθέτει μέρος του εισοδήματός του για σκοπούς άσχετους προς την άμεση κατανάλωση. Α. ονομάζεται επίσης το αντικείμενο της αποταμιευτικής πράξης, δηλαδή το αποταμιευμένο χρήμα (ή και άλλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”